- λύση
- (Βιολ.). Η διάλυση, η ρήξη ή η καταστροφή των κυττάρων, των μικροοργανισμών ή των πολυκύτταρων οργανισμών γενικότερα, λόγω της επίδρασης διαφόρων φυσικών, χημικών ή βιολογικών παραγόντων. Η λ. των κυττάρων μερικές φορές παρουσιάζεται ως αυτόλυση, κατά την οποία κύτταρα του οργανισμού διαλύονται από τα δικά τους πρωτεολυτικά ένζυμα, αποχωρισμένα από το θρεπτικό τους περιβάλλον και σε θερμοκρασία 35-40°C. Η λ. μπορεί να παρατηρηθεί επίσης με την προσθήκη ενζύμων, όπως γίνεται για παράδειγμα με την προσθήκη λυσοζύμης ή πρωτεϊνασών που διαλύουν το κυτταρικό τοίχωμα των μικροβίων ή επιδρούν στις κυτταρικές πρωτεΐνες αντίστοιχα. Επίσης, τα αντισώματα στο αίμα του ανθρώπου και των ζώων μπορούν να επάγουν τη λ. των μικροοργανισμών που μολύνουν το σώμα ενεργοποιώντας αντίστοιχους λυτικούς μηχανισμούς, όπως είναι το σύστημα του συμπληρώματος. Ένα άλλο είδος λ. είναι η φαγόλυση, κατά την οποία τα κύτταρα του ξενιστή προσβάλλονται από ιούς (μικροβιοφάγους) που αναπαράγονται και ωριμάζουν μέσα σε αυτά, ενώ στη συνέχεια προκαλούν λ. του κυττάρου με αποτέλεσμα την απελευθέρωσή τους. Ανάλογα με το είδος του ξενιστή, οι φάγοι διακρίνονται σε αυτούς που μολύνουν βακτήρια (βακτηριοφάγοι), ακτινομύκητες (ακτινοφάγοι) και άλγη (αλγοφάγοι).
* * *η (AM λύσις, -έως, Α ιων. γεν. -ιος)1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λύνω, λύσιμο, αποδέσμευση, αποσύνδεση2. η εύρεση τού ζητουμένου σε κάποιο πρόβλημα ή αίνιγμα ή η εξήγηση ακατανόητου φαινομένου (α. «λύση τού μυστηρίου» β. «λύση προβλήματος» γ. «ἔχει τινὰ λύσιν πρὸς ταύτην τὴν ἀπορίαν ὅτι...», Αριστοτ.)3. το τμήμα τής τραγωδίας από την ολοκλήρωση τής «περιπέτειας» ώς το τέλος, η έκβαση μιας περίπλοκης κατάστασης σε θεατρικό έργο, μυθιστόρημα κ.λπ. («ἔστι δὲ πάσης τραγῳδίας τὸ μὲν δέσις, τὸ δὲ λύσις», Αριστοτ.)4. διάλυση ηθικού ή υλικού δεσμού, τερματισμός ή ακύρωση (α. «λύση γάμου» β. «λύση πολιορκίας» γ. «λύση όρκου»)νεοελλ.1. αποσυναρμολόγηση ενός όλου στα μέρη από τα οποία αποτελείται, διάλυση («λύση τής συσκευής»)2. διευθέτηση, διακανονισμός, επίλυση («οι Έλληνες απαιτούν μια δίκαιη λύση τού Κυπριακού»)3. ιατρ. η βαθμιαία πτώση τής θερμομετρικής καμπύλης σε περιπτώσεις λοιμωδών νοσημάτων, η οποία ακολουθείται από την ίαση4. (φυσιολ.-παθολ.) η καταστροφή οργανικών στοιχείων υπό την επίδραση φυσικών, χημικών ή βιολογικών παραγόντων («μικροβιακή λύση»)5. (βιοχ.) η φυσικοχημική δράση που ασκείται από διάφορα ένζυμα σε μεγαλομοριακές ενώσεις και έχει ως αποτέλεσμα την κατάτμησή τους σε πιο μικρά μόρια, καθιστώντας τις έτσι διαλυτές στο νερό6. η διακοπή τής συνέχειας ενός ιστού («λύση συνεχείας τού δέρματος»)7. μαθ. α) η διαδικασία για τον προσδιορισμό ενός αποτελέσματος, που μπορεί να έχει τη μορφή ενός αριθμού, μιας συνάρτησης ή μιας έκφρασης και που είναι συνέπεια τών προϋποθέσεων ενός μαθηματικού προβλήματος («λύση γραμμικού συστήματος με τη μέθοδο τού Κράμερ»)β) το αποτέλεσμα τής διαδικασίας αυτής («η λύση είναι 3»)μσν.1. εξόφληση δανείου2. έγγραφο που γνωστοποιούσε την αυτοκρατορική θέληση3. φρ. α) «ἔχω λύσιν» — είμαι ελεύθεροςβ) «λαμβάνω λύσιν»i) (με απρμφ.) αποφασίζωii) (με γεν. αντικ.) απαλλάσσομαιμσν.-αρχ.1. απελευθέρωση («εἰς μὲν λύσιν τοῡ σώματος ἔδωκα τὸ ἀργύριον ἐκ τῶν πολεμίων», Λυσ.)2. λύτρωση, εξιλέωση, εξαγνισμός («λύσεις τε καὶ καθαρμοὶ ἀδικημάτων», Πλάτ.)3. αποχωρισμός («λύσις καὶ χωρισμὸς ψυχής ἀπὸ σώματος», Πλάτ.)αρχ.1. απαλλαγή («θανάτου λύσιν», Ομ. Οδ.)2. εξαγορά από υποθήκη ή από ενέχυρο3. απαλλαγή από οικονομική υποχρέωση4. διάλυση («νόμων λύσιν ἢ πολιτείας», Αριστοτ.)5. κένωση («ἡ λύσις τῶν κοιλιῶν», Αριστοτ.)6. εκπομπή σπέρματος7. (για πυρετό) πτώση8. θεραπεία, ίαση9. μαλθακότητα10. ανασκευή επιχειρήματος11. μετρίαση μιας ισχυρής έκφρασης12. διάλυση ενός φωνήεντος σε δύο, όπως π.χ. ἥλιος, ἠέλιος13. χαλαρή σύνθεση σε γραπτό λόγο, ειδικότερα το ασύνδετο14. (στη μετρική) διάλυση ενός μακρού σε δύο βραχέα, χρησιμοποίηση δύο βραχειών συλλαβών σε θέση τού ιαμβικού τριμέτρου, όπου συνήθως χρησιμοποιείται μακρά συλλαβή15. διαζύγιο («δέδεσαι γυναικὶ μὴ ζήτει λύσιν», ΚΔ)16. φρ. α) «βίου λύσις» — θάνατος2. «δόρπου λύσις» — τόπος κατάλληλος για συμπόσιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λύ-σις < θ. λυ- τού λύω + κατάλ. -σις (πρβλ. δέ-σις)].
Dictionary of Greek. 2013.